- ἐγγάμιος
- ἐγγᾰμ-ιος, ον,A nuptial, PSI2.220 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγγάμιος — ἐγγάμιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γάμο … Dictionary of Greek